διατακτικός

διατακτικός
η , ό[ν]
1) относящийся к приказу; 2) повелительный, властный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διατακτικός" в других словарях:

  • διατακτικός — ή, ό (AM διατακτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτηση νεοελλ. 1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή 2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτική έγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ. 3. το …   Dictionary of Greek

  • διατακτικώτερον — διατακτικός capable of ordering adverbial comp διατακτικός capable of ordering masc acc comp sg διατακτικός capable of ordering neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατακτικοῦ — διατακτικός capable of ordering masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατακτικήν — διατακτικός capable of ordering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατακτικῶς — διατακτικός capable of ordering adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατακτικό — το βλ. διατακτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»